Η χερσαία εισβολή του Ισραήλ στον Λίβανο, πέρα από τη σκληρή πραγματικότητα που φέρνει στα πεδία των συγκρούσεων, αναδεικνύει όλο και περισσότερο την αδυναμία των άλλοτε πανίσχυρων ΗΠΑ να χαλιναγωγήσουν τον σύμμαχό τους ή να επηρεάσουν άλλους σημαντικούς παίκτες στη Μέση Ανατολή σε μιας ταχέως επιδεινούμενη περιφερειακή κρίση.
Η κυβέρνηση του πρωθυπουργού του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου ξεκίνησε χθες Δευτέρα το επόμενο στάδιο της επίθεσής της κατά της Χεζμπολάχ με αυτό που οι Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) αποκαλούν «περιορισμένη χερσαία επιχείρηση» στον Λίβανο, παρά τα επανειλημμένα αιτήματα της Ουάσινγκτον για αυτοσυγκράτηση και τις εκκλήσεις για αποκλιμάκωση.
Η ισραηλινή εισβολή έλαβε χώρα λίγες ώρες αφότου ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν έκανε έκκληση για κατάπαυση του πυρός. «Θα πρέπει να έχουμε κατάπαυση του πυρός τώρα».
«Νιώθω άνετα με το να σταματήσουν [οι επιδρομές των ισραηλινών δυνάμεων]», δήλωσε ακόμα.
Τα σχόλιά του φανέρωσαν το χάσμα μεταξύ των κυβερνήσεων των ΗΠΑ και του Ισραήλ, την ημέρα δε που ο Νετανιάχου είπε απευθυνόμενος στους κατοίκους του Ιράν: «Δεν υπάρχει πουθενά στην Μέση Ανατολή που δεν μπορεί να φτάσει το Ισραήλ, δεν υπάρχει καμία περιοχή που να μην πάμε για να προστατεύσουμε τους ανθρώπους και την πατρίδα μας» είπε.
«Κάθε στιγμή που περνά, το καθεστώς φέρνει εσάς, τον ευγενή περσικό λαό, πιο κοντά στην άβυσσο».
Το μοτίβο της ισραηλινής ανυπακοής έχει επαναληφθεί κατά κόρον μετά τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ στις 7 Οκτωβρίου, καθώς ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου συχνά ενεργεί πρώτα και μετά συμβουλεύεται τις ΗΠΑ, ακόμη και όταν οι ενέργειές του εντείνουν τους φόβους ότι οι ΗΠΑ θα συρθούν σε έναν καταστροφικό περιφερειακό πόλεμο.
Οι ΗΠΑ δεν είχαν ενημερωθεί εκ των προτέρων, για παράδειγμα, για την ισραηλινή αεροπορική επιδρομή που σκότωσε τον ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, παρότι ο παγκόσμιος αντίκτυπος θα ήταν αναπόφευκτα σοβαρός.
Η ισραηλινή στάση κάνει συχνά την κυβέρνηση Μπάιντεν να φαίνεται θεατής παρά ενεργός παίκτης στα γεγονότα. Παρά την εξαντλητική διπλωματία στην οποία έχει επιδoθεί τους τελευταίους μήνες ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά και παρά τις έντονες πιέσεις, ούτε το Ισραήλ, ούτε η Χαμάς φαίνεται να θέλουν μια κατάπαυση του πυρός.
Κάθε φορά που οι απόψεις ενός Αμερικανού προέδρου περιθωριοποιούνται ή απορρίπτονται δημοσίως, υπάρχει κόστος τόσο για το προσωπικό του κύρος, όσο και για την αντίληψη των ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη.
Ειδικά μάλιστα ο Μπάιντεν, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του ως ειδικός στην εξωτερική πολιτική, κινδυνεύει να εγκαταλείψει τον Λευκό Οίκο σε λίγους μήνες με έναν πόλεμο να μαίνεται στη Μέση Ανατολή.
Αλλά το στοίχημα του Ισραηλινού ηγέτη ότι, παρά τις επιφυλάξεις της, η κυβέρνηση Μπάιντεν θα παραμείνει ο εγγυητής της ασφάλειας του εβραϊκού κράτους έχει αποδώσει.
Και μέχρι στιγμής, ο Μπάιντεν, ο οποίος εδώ και καιρό υπερηφανεύεται ότι είναι ένας από τους πιο φιλοϊσραηλινούς πολιτικούς στην ιστορία των ΗΠΑ, έχει διστάσει να χρησιμοποιήσει την επιρροή που έχει – για παράδειγμα, να διακόψει μόνιμα τις στρατιωτικές προμήθειες των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, ένα βήμα που θα είχε τεράστιο πολιτικό αντίκτυπο ενόψει των εκλογών και θα τον κατηγορούσε ότι εγκατέλειψε έναν σύμμαχο που μάχεται την τρομοκρατία.
Ο Νετανιάχου φαίνεται συχνά να εκμεταλλεύεται συνειδητά τα ένστικτα του Μπάιντεν, αιτιολογώντας ότι θα «καταπιεί» κάθε επίπεδο πρόκλησης.
Το τίμημα των αμερικανο-ισραηλινών εντάσεων
Όμως, η πολύμηνη ισραηλινή περιφρόνηση των πολιτικών και στρατηγικών ανησυχιών της κυβέρνησης είχε βαρύ τίμημα. Οι σχέσεις μεταξύ του Μπάιντεν και του Νετανιάχου είναι πολύ τεταμένες. Και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός συχνά ξεσπά στα φανερά – πιο πρόσφατα όταν οι αξιωματούχοι των ΗΠΑ εξοργίστηκαν όταν ο ισραηλινός ηγέτης αποδοκίμασε μια πρόταση κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ από μια ομάδα εθνών με επικεφαλής τις ΗΠΑ.
Ο Λευκός Οίκος σε καμία περίπτωση δεν είναι διατεθειμένος να παρασυρθεί σε μια άλλη σφοδρή σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, δεδομένων των δύο δεκαετιών που χρειάστηκαν για να αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από το Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Την ίδια ώρα, οι παγκόσμιες πολιτικές και οικονομικές επιπτώσεις μετά από ένα έτος έντονων συγκρούσεων στην περιοχή είναι τεράστιες. Για παράδειγμα, μήνες επιθέσεων των Χούθι σε εμπορικά πλοία στην Ερυθρά Θάλασσα έχουν επιφέρει κλιμακωτές οικονομικές επιπτώσεις εξαιτίας της επιβράδυνσης των αλυσίδων εφοδιασμού, καθώς πλέον οι ναυτιλιακές εταιρείες μεταφέρουν τα εμπορεύματά τους περιπλέοντας την Αφρική, ενώ είναι συχνές οι επιθέσεις και σε αμερικανικές ή συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις Οι επιδρομές αυτές είναι απίθανο να τελειώσουν όσο το Ισραήλ συνεχίζει τις επιχειρήσεις στη Γάζα και τον Λίβανο.
Σε αυτό το πλαίσιο, όσο περισσότερο συνεχίζονται οι εχθροπραξίες, τόσο μεγαλύτερη είναι η απειλή ότι οι συγκρούσεις που κλιμακώνονται σε ολόκληρη την περιοχή θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε έναν επικίνδυνο πολυμέτωπο πόλεμο και ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει μια άμεση σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν.
Ένας περιφερειακός πόλεμος θα είχε καταστροφικές οικονομικές συνέπειες και θα μπορούσε να εκτραπεί περαιτέρω από τον οποιοδήποτε αρχικό σχεδιασμό της Ουάσιγκτον και να εμπλέξει με τον έναν ή άλλο τρόπο τη νέα υπερδύναμη, την Κίνα.
Πηγή φωτογραφίας: Reuters
Πολλοί παρατηρητές στην Ουάσινγκτον υποπτεύονται εδώ και καιρό ότι ο Νετανιάχου έχει ισχυρό προσωπικό συμφέρον να διεξάγει διαρκώς πόλεμο για να εξαργυρώσει τη δική του αποτυχία να σταματήσει τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου και να αναβάλει διαρκώς τον νομικό του απολογισμό, καθώς αντιμετωπίζει σοβαρές ποινικές κατηγορίες.
Η δηλητηριώδης πολιτική πραγματικότητα της ίδιας της Αμερικής διαβρώνει επίσης την ισχύ των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Η υποστήριξη προς το Ισραήλ ήταν κάποτε μια ακλόνητη αρχή που ένωνε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς. Όμως η ανάμειξη του Νετανιάχου στην πολιτική των ΗΠΑ εδώ και χρόνια – για παράδειγμα, για το ιρανικό πυρηνικό ζήτημα – έχει αποξενώσει πολλούς Δημοκρατικούς και η κίνηση του κόμματός τους προς τα αριστερά έχει μετριάσει περαιτέρω την υποστήριξη προς το Ισραήλ.
Ο Μπάιντεν και η Χάρις βρίσκονται σε δύσκολη πολιτική θέση ένα μήνα πριν από τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου. Η αποτυχία του Μπάιντεν να τιθασεύσει το Ισραήλ στη Γάζα και τώρα στο Λίβανο – και η επακόλουθη ανθρώπινη σφαγή – έχει διχάσει το Δημοκρατικό Κόμμα και απειλεί να μειώσει την προσέλευση των προοδευτικών και των Αραβοαμερικανών ψηφοφόρων, ειδικά σε πολιτείες που είναι σε εξέλιξη, όπως το Μίσιγκαν.
Αλλά οποιαδήποτε κίνηση για την τιμωρία του Ισραήλ θα μπορούσε να βλάψει τη Χάρις και να δώσει «τροφή» σε αυτούς που υποστηρίζουν ότι η ίδια και ο Μπάιντεν είναι αδύναμοι και οδηγούν τις Ηνωμένες Πολιτείες στον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτός είναι μόνο ένας από τους πολλούς λόγους για τους οποίους ο Νετανιάχου έχει κίνητρο να επεκτείνει τον πόλεμό του, ανεξάρτητα από το πόσο ανίσχυρη κάνει την Αμερική να φαίνεται, καταλήγει στην ανάλυσή του το CNN.
Πηγή: www.newsit.gr